Τρίτη 20 Απριλίου 2021

 

Αναμνήσεις ενός Αντισημίτη

Gregor von Retsori

Εκδ. Δώμα, 1979, 2020

 


Μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου η Γερμανία επιδόθηκε σε έναν διαρκή και επίμονο αγώνα εξιλέωσης. Αναγνώρισε το ολοκαύτωμα, την ντροπή και τις ενοχές της που επέτρεψε την ναζιστική παραφροσύνη. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης τα έκανε μουσεία μνήμης. Και το ολοκαύτωμα το συμπεριέλαβε σε όλα τα σχολικά βιβλία ιστορίας. Για να εξασφαλίσει ότι δεν θα επαναληφθεί. Και για να δείξει την ευγνωμοσύνη της για την ευκαιρία που της δόθηκε από την Ευρώπη.

Οι Αυστριακοί στην γερμανική εισβολή δεν αντιστάθηκαν. Αντίθετα βγήκαν ντυμένοι στις γερμανικές στολές να γιορτάσουν το  Άνσλους. Κι, όμως, έχουν εξαιρεθεί της παγκόσμιας κατακραυγής. Στη συλλογική μνήμη η Βιέννη στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα  είναι ταυτισμένη με το Sacher και τα άλλα βιενέζικα καφέ, τα βιβλία του Τσβάιχ και του Σνίτσλερ, τα πορτρέτα του Κλιμτ και του Σίλε, τον Μάλερ και την όμορφη, άκαρδη Άλμα.


Οι διδασκαλίες του Τσάμπερλαιν και του Ρόζεμπεργκ για την υπεροχή της Άρειας φυλής ακούγονταν. Αλλά ποιος έδινε σημασία; Οι ναζιστές; Μια χούφτα μπαχαλάκηδες, ανάξιοι λόγου ή προσοχής. Όλοι  ελεύθεροι στην ανεκτική βιενέζικη κοινωνία. Όσο  ελεύθερος ήταν και ο Τέοντορ Χερτσλ να θέτει τις αρχές του σιωνισμού του.

Πως αυτή η πολυπολιτισμική κοινωνία έφτασε, λίγα χρόνια μετά, να γίνει η καρδιά μιας θηριωδίας; Τα βιβλία του Τσβάιχ να καίγονται στην πυρά κι ο ίδιος να αυτοκτονήσει στη Λατινική Αμερική; Kαι η Άλμα- αχ η αντισημίτρια Άλμα- για την Αμερική, μάλλον σιχτιρίζοντας που έκανε το λάθος να παντρευτεί άλλον έναν Εβραίο, τον Φραντς Βέφλερ;

Το βιβλίο του von Retsori εξηγεί -με λογοτεχνικούς όρους- το πως, το γιατί της απίστευτης αυτής «κοινοτοπίας του κακού».

 Ο ήρωας και των πέντε ιστοριών του βιβλίου δεν είναι ο τυπικός αντισημίτης, είναι ωστόσο ένας τυπικός αυστριακός. Χωρίς μάλιστα να θεωρείται καν τέτοιος. Ο τόπος καταγωγής του, η Μπουκοβίνα, αποσπάστηκε από την αυστριακή αυτοκρατορία μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και προσαρτήθηκε στη Ρουμανία. Γιατί τόσο εκείνος, όσο και η οικογένειά του, αρνούνται να ονομάσουν τους εαυτούς τους Ρουμάνους; Γιατί επιμένουν να θεωρούνται υπήκοοι μιας αυτοκρατορίας που δεν υπάρχει πια; Γιατί το να την νοσταλγούν περιλαμβάνει μια ανέμελη περιφρόνηση προς τους Εβραίους γείτονές τους; Χαριτωμένος σνομπισμός. Άκακη ιδιοτροπία χωρίς φανατισμό. Γιατί, ενώ το αίμα τους είναι ουγγρικό, ρουμανικό, ιταλικό, γερμανικό, μόνο το τελευταίο θέλουν να αναγνωρίζουν ως δικό τους; Είναι κακό που δακρύζουν από συγκίνηση με το Ράιχ του Καρλομάγνου; Ή του Μπίσμαρκ; Αφού τίποτα δεν κάνουν για να συμμετέχουν στην αναβίωση του τρίτου Ράιχ του Χίτλερ. Και ο πιο κακοπροαίρετος δεν μπορεί να τους οδηγήσει στη δίκη της Νυρεμβέργης. Ο αντισημιτισμός τους δεν έχει την σχιζοφρενική παράνοια του Χίτλερ. Ούτε εκείνη των χιλιάδων μελών του ναζιστικού κόμματος. Όχι. Αυτοί τους Εβραίους τους κάνουν φίλους (χωρίς αγάπη), συνεργάτες (χωρίς εμπιστοσύνη) συζύγους και εραστές  (με κρυφή περιφρόνηση). Παραδομένοι σε έναν ανέμελο ηδονισμό, απασχολημένοι με τους πρόσκαιρους έρωτες, τους σύντομους γάμους, τους ανέμελους χωρισμούς τους δεν βρίσκουν χρόνο να προβληματιστούν πάνω στο που οδηγεί αυτός ο ρομαντικός παγγερμανισμός, ο ανέμελος αντισημιτισμός.

Άλλωστε ακόμα και ο γερο Γκόλντμαν,  ο πλούσιος Εβραίος έμπορος της Μπουκοβίνα, παγγερμανιστής είναι. Προδίδει την φυλή του. (Ή απελευθερώνεται από τα δεσμά της;) Προσπαθεί να αφομοιωθεί στην κοινωνία στην οποία ζει. Ακούει Βάγκνερ, χρηματοδοτεί τον Μπίσμαρκ.  Κι όμως, οι ήρωες του von Retsori, αυτοί οι «Γερμανοί» με το νοθευμένο γερμανικό αίμα τους, δεν του το επιτρέπουν. «Γιατί μαϊμουδίζει τον Γερμανό;» λένε. Κοροϊδεύουν τα γίντις του, την αρχιτεκτονική του σπιτιού του. Σαν, αποκλείοντάς τον, να επιβεβαιώνουν την ανύπαρκτη ανωτερότητά τους.

Καθόλου τυχαίο που ο γιος του Γκόλντμαν γίνεται σιωνιστής.

 


 «Πόσοι πραγματικά κακοί άνθρωποι χρειάζονται για να συμβεί μια γενοκτονία και να μετατραπεί μια ολόκληρη ήπειρος σε στάχτη; Μια χούφτα μόνο, απ΄ότι φαίνεται, αλλά η χούφτα αυτή απαιτεί την παθητική συνδρομή πάρα πολλών άλλων ανθρώπων που κοιτούν από το παράθυρο του ασφαλούς σπιτιού τους και δεν βλέπουν παρά τον ανέφελο ουρανό» γράφει η Ντέμπορα Άιζενμπεργκ.  

Αν κάτι πετυχαίνει ο von Retsori είναι να μας κάνει να σκεφτούμε την δύναμη της απάθειας. Τι έκαναν (ή δεν έκαναν) οι δικοί μας παππούδες για να προστατέψουν τους Εβραίους γείτονές τους από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής;  Πίσω από κλειστά παράθυρα τους κοίταζαν να τους φορτώνουν στα τρένα στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα; Ή, όταν ο Γερμανός διοικητής ζήτησε τα ονόματα της εβραϊκής κοινότητας, εκείνοι έγραψαν μόνο τα δικά τους (όπως ο γενναίος δήμαρχος και μητροπολίτης Ζακύνθου); Κι όταν κάποιοι λίγοι επιβίωσαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και επέστρεψαν στα σπίτια τους βγήκαν  να τους καλωσορίσουν; Ή κλείδωσαν δυο φορές την εξώπορτα γιατί τα εβραϊκά σπίτια τα είχαν καταπατήσει από καιρό και τα είχαν κάνει πια δικά τους;

Το βιβλίο του von Retsori μιλάει για την κοινοτοπία του κακού, την σχεδόν ταυτόσημη με την ανθρώπινη φύση. Αν του αξίζει μια αναγνώριση είναι για την τόλμη, ήδη από το 1979, να φωτίζει την έκτασή του και να μην εξαιρεί τον εαυτό του, το έθνος του από αυτό. Όχι τόσο αυτονόητο αν σκεφτεί κανείς τους ένοχους λαούς που διαγράφουν εθνοκάθαρση και γενοκτονία από τα βιβλία ιστορίας τους.

 Αφήνοντας τον δρόμο ολάνοιχτο.

 Σε μια τυχόν επανάληψή τους.

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου