Florence Foster Jenkins
Σκηνοθεσία : Stephen Frears
Σενάριο : Nicholas Martin
2016
Από την πρώτη στιγμή που η Meryl Streep εμφανίστηκε στον κινηματογράφο σαν Joanna, νεαρή μητέρα που εγκαταλείπει το παιδί της για να βρει τον εαυτό της, έβαζε στους ρόλους της κάτι από τη δική της προσωπικότητα. Στο "Κράμερ εναντίον Κράμερ" απαίτησε να αλλάξει το σενάριο (και μέρος αυτού το τροποποίησε η ίδια), ώστε ο ρόλος της να μην είναι η αναίσθητη μάνα, που χωρίς λόγο φεύγει από την οικογένειά της, αλλά ο μπερδεμένος, ανώριμος άνθρωπος.
Η Meryl Streep στο Κράμερ εναντίον Κράμερ |
Το ίδιο επιχειρεί και στην περίπτωση της Florence Foster Jenkins.
Απλά το έργο της αυτή τη φορά είναι αρκετά δύσκολο.
Η Jenkins είναι εύκολο να γίνει γραφική, καρικατούρα, "ρεντίκολο".
Η Streep την παρουσιάζει σαν έναν αγνό, αγαθό άνθρωπο, ενδεχομένως κουφό, αλλά σε καμία περίπτωση χαζό. Δανείζει στη Jenkins τα μάτια της, που δεν είναι τα μάτια μιας ανόητης, αλλά τα μάτια μιας υπερβολικά ευαίσθητης. Τα σημάδια ειρωνείας και κοροϊδίας γύρω της δεν είναι ότι δεν γίνονται αντιληπτά. Είναι ότι σκόπιμα απωθούνται ή παραγνωρίζονται για να προστατέψουν έναν ευάλωτο ψυχισμό.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και το σενάριο του Frears.
O Frears αγαπά τις βιογραφίες. Αλλά πιο πολύ αγαπά τους βιογραφούμενούς του. Με τη "Βασίλισσα" και τη βοήθεια της Helen Mirren κατάφερε να παρουσιάσει μέχρι και την παγωμένη Ελισσάβετ ως έναν άνθρωπο μάλλον συμπαθή, σίγουρα προβληματισμένο. Με τον ίδιο τρόπο χειρίζεται και τη Florence.
Η ιστορία της είναι σε πρώτο επίπεδο κωμική. Μια πλούσια κληρονόμος, με μεγάλη αγάπη για τη μουσική και ανύπαρκτο ταλέντο, φιλοδοξεί να γίνει σοπράνο. Ο δρόμος προς τη μουσική όμως είναι γεμάτος εμπόδια. Μαθαίνει πιάνο, θεωρείται παιδί-θαύμα, κάνει περιοδείες παίζοντας, αλλά ένας τραυματισμός καταστρέφει τους τένοντες των χεριών της. Αγαπάει το τραγούδι. Αλλά ο αυστηρός πατέρας της της απαγορεύει να ασχοληθεί με αυτό. Παντρεύεται και εγκαταλείπει το πατρικό της. Αλλά ο σύζυγός της της μεταδίδει σύφιλη. Η τότε αγωγή αντιμετώπισης της σύφιλης, η λήψη αρσενικού, επηρεάζει το νευρικό σύστημα. Πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτός είναι και ο λόγος που η φωνή που ακούει η Florence όταν τραγουδάει δεν συμπίπτει με εκείνη που ακούνε οι γύρω της.
Είναι κακή σοπράνο.
Κι αυτό γιατί έχει τρία όπλα στη φαρέτρα της.
Το πρώτο είναι τα χρήματά της. Δρα δυναμικά. Ιδρύει ή συμμετέχει σε συλλόγους φίλων της μουσικής, στους οποίους συνήθως προεδρεύει. Διοργανώνει κονσέρτα και μουσικές βραδιές και εξασφαλίζει τη συμμετοχή ακροατών.
Το δεύτερο είναι η αισιοδοξία και η αφέλειά της, που την προστατεύουν από τον εμφανή εμπαιγμό.
Το τρίτο είναι ο σύντροφός της, St Clair Boyfield, που κρύβει τις κακές κριτικές και τονώνει την αυτοπεποίθησή της όταν εκείνη χάνει την πίστη της.
Cosme McMoon, πιανίστας και φίλος της Florence Αργότερα έγινε body builder. |
Το βασικό ερώτημα της ταινίας φαίνεται να προβληματίζει όλους τους δημιουργούς. Περισσότερο τους καλλιτέχνες. Αυτό που κατασκευάζω, μαγειρεύω, ζωγραφίζω,γράφω αφορά σε κάποιον άλλο εκτός από τον εαυτό μου;
Ο Cezanne ξυπνούσε πάντα χάραμα για να προλάβει το πρώτο φως στις εξοχές της Προβηγκίας. Κι ας μην πουλήθηκε ποτέ κανένας πίνακάς του όσο ζούσε. Με μια αίσθηση καθήκοντος. Με μια πίστη ότι η ίδια η διαδικασία δημιουργίας αξίζει περισσότερο από την αποδοχή.
Τον ίδιο προβληματισμό έχει και η σύγχρονή μας Νατάσσα Μποφίλιου. "Τραγουδώ για μένα, για την προσωπική μου ικανοποίηση και για τους ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμαστε την ίδια συγκίνηση... Δεν κάνω μουσική για την αποδοχή των άλλων, αλλά γιατί την αγαπώ. Και χωρίς κοινό πάλι το ίδιο θα κάνω. ( "http://www.kathimerini.gr/867867/article/proswpa/synentey3eis/natassa-mpofilioy-den-kanw-moysikh-gia-thn-apodoxh-toy-kosmoy)
Η Florence που ζει από είκοσι χρονών με την απειλή μιας θανατηφόρας ασθένειας ξέρει ότι "δεύτερη ζωή δεν έχει". Και αντί να μείνει στη γωνία και να ακούει τα δισκάκια της και τα κονσέρτα των άλλων, κάνει το βήμα της έκθεσης.
Ο StClair Boyfield υιοθετεί άλλη στάση. Όταν διαπιστώνει ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει κάτι παραπάνω από μέτριος ηθοποιός, παραιτείται της προσπάθειας. Αρκείται στο να είναι ο ατζέντης της Florence. Γι΄αυτό ίσως και την περιβάλλει με τέτοια προστατευτικότητα και ενθάρρυνση. Είναι σαν εκείνη να ζει το όνειρο και των δύο.O Hugh Grant σαν StClair Boyfield Πρέπον βρετανικό φλέγμα Σωστό ημίειρωνικό ύφος Ευγένεια λόρδου Αύρα μικροαπατεωνίσκου Και επιτέλους ένας ηθοποιός που γερνά... |
StClair Boyfield |
Ο Frears μοιάζει να στέκεται πίσω της όπως ακριβώς έκανε κάποια χρόνια πριν ο StClair. Κλείνει την ταινία του αναφέροντας ότι ο δίσκος της ήταν στα ευπώλητα της Melotone Records, έγινε συλλεκτικός και επανακυκλοφόρησε από άλλες εταιρείες. Ότι το κονσέρτο της υπήρξε μεταξύ των επιτυχέστερων του Carnegie Hall. Και ότι η ίδια, αν και μαθαίνει τις κακές κριτικές και παθαίνει καρδιακή προσβολή από στενοχώρια, δίνει ένα ισχυρό επιχείρημα στις επιλογές της : "Πολλοί λένε ότι δεν τραγουδώ σωστά. Κανείς όμως δεν μπορεί να πει ότι δεν τραγούδησα καθόλου."
Και η Μποφίλιου επικροτεί: "... στη ζωή κερδίζουν αυτοί που αγαπούν τα όνειρά τους. Πoυ δεν τα φοβούνται και επιμένουν."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου