Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

“Λωξάντρα”
Μαρία Ιορδανίδου
εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1963

“Εγώ δεν ξέρω να γράφω παρά μόνο αιτήσεις” έλεγε η Μαρία Ιορδανίδου στους φίλους της που την προέτρεπαν να γράψει τις διασκεδαστικές ιστορίες που διηγούταν για την Πολίτισσα γιαγιά της, τη Λωξάντρα. Έφτασε 66 χρονών για να ξεκινήσει να γράφει.  Κι αυτό το έκανε για να ξορκίσει τις μνήμες τις κακές, τους πολέμους, τις διώξεις των χριστιανών από τα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τις εκκαθαρίσεις που επέβαλλε η σύσταση του νέου τουρκικού κράτους. Όλα όσα είχε ζήσει η μικρή Μαρία, η Πόλη της Λωξάντρας, δεν υπήρχε πια. Ένιωσε χρέος της να περισώσει ό,τι μπορούσε να σωθεί.
Μαρία Ιορδανίδου,
ετών 66
Πολλά χρόνια αργότερα μια άλλη Μαρία, η Μάρα Μεϊμαρίδη, θα προσπαθούσε να μιμηθεί την Ιορδανίδου και να γράψει για τη χαρούμενη, λαμπερή ζωή στη Σμύρνη πριν οι Έλληνες κάτοικοί της αρχίσουν να «στριμώχνονται στην προκυμαία της». Οι «Μάγισσες», και γενικά τα βιβλία που αφορούν στις χαμένες πατρίδες, είναι βιβλία που πάντα βρίσκουν απήχηση στο ελληνικό κοινό. Όμως κανένα δεν είχε τη φρεσκάδα και την ποιότητα του πρώτου, της «Λωξάντρας».  
 Η επιτυχία του έγκειται στο ότι δεν είναι απλά ένα βιβλίο νοσταλγικών ενθυμήσεων. Είναι ένα διαχρονικό βιβλίο-μάθημα ζωής που, χωρίς να είναι στο ελάχιστο διδακτικό, διδάσκει το πως πρέπει κανείς να πορεύεται στον κόσμο.
«Είναι ανάγκη να γράφεις ποιήματα για να είσαι ποιητής; Ή να ξέρεις τις νότες για να είσαι μουσικός; Ή να είσαι θρήσκος για να φτάσεις στον Παράδεισο; Να τονα ο Παράδεισος, και αν έχεις μάτια βλέπεις. Αν δεν έχεις μάτια, ούτε στη γη ούτε στον ουρανό Παράδεισο δεν πρόκειται να γνωρίσεις» μονολογεί η Λωξάντρα.
Μαρία Ιορδανίδου, σε νεαρή ηλικία
Η Ιορδανίδου διέψευσε τον Καραγάτση , που έλεγε ότι οι γυναίκες γράφουν ένα μόνο καλό βιβλίο, που τις περισσότερες φορές είναι αυτοβιογραφικό, και ποτέ δεν πετυχαίνουν στο μυθιστόρημα. Η Ιορδανίδου, παρ΄όλο που ξεκίνησε αργά το γράψιμο, συνέχισε να γράφει μέχρι το 1981. Είχε μάλλον ζήσει μια πολύ ενδιαφέρουσα κοσμοπολίτικη ζωή και είχε πολλές σελίδες αυτοβιογραφίας να γεμίσει. Οι «Διακοπές στον Καύκασο» ήταν οι εμπειρίες της όταν πήγε στη Μαριούπολη για διακοπές, φιλοξενούμενη του θείου της, και εκεί την βρήκε ο Α Παγκόσμιος πόλεμος, κρατώντας την αποκλεισμένη για πέντε χρόνια. Το «Σαν τα τρελλά πουλιά» είναι οι ιστορίες της όταν δούλευε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και την Αθήνα. Και το «Του κύκλου τα γυρίσματα» και η «Αυλή μας» αναφέρονται στα χρόνια των Αθηνών. Όχι άσχημα για κάποιον που ήξερε να γράφει μόνο αιτήσεις… 
Ορτάκιοι

Την πρώτη φορά που πήγα Κωνσταντινούπολη είχα διαβάσει το “Ιστανμπούλ” του Ορχάν Παμούκ για να νιώσω ατμόσφαιρα Πόλης. Μεγάλο λάθος. Γιατί παρά τα Νόμπελ και τους τίτλους τους ακαδημαϊκούς ο Παμούκ  έδινε τη δική του μελαγχολική και θλιμμένη ματιά μιας πόλης παρηκμασμένης, που δεν πρέπει να συμπίπτει με κανενός άλλου ανθρώπου που να την έχει ζήσει ή απλά επισκεφτεί.  Η Κωνσταντινούπολη στα δικά μου μάτια, ακόμα και σήμερα που έχει χάσει την αίγλη της, έχει όλα τα χαρακτηριστικά της Λωξάντρας. Εξωστρέφεια, χαρά της ζωής, ζεστασιά της Ανατολής.
Η Λωξάντρα είναι μια γυναίκα που η μοίρα δεν της στάθηκε ευνοϊκή. Χάνει τη μάνα της, μεγαλώνει τα αδέλφια της, χάνει το ένα από αυτά. Μια μακριά αλυσίδα απωλειών. Και αφού δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αποφεύγει τις δυσκολίες της ζωής επιλέγει ασυνείδητα να τοποθετείται απέναντί τους με στωικότητα και αισιοδοξία. Κάθε πρωί ξυπνάει και βλέποντας το Βόσπορο από το παράθυρό της λέει “Δόξα τω Θεώ που αξιώνομαι τέτοια ομορφιά”. Φτιάχνει τον καφέ του άντρα της (η ίδια, όχι οι υπηρέτες Ταρνανάς και Σουλτάνα) και του τον σεβίρει στο κεφαλόσκαλο. Μπαίνει στην κουζίνα της με ανεξάντλητο κέφι μη ξέροντας τι να πρωτοετοιμάσει με τα χίλα δυο καλά που βρίσκει στις αγορές της Πόλης. Όταν τελειώνει τις δουλειές της κάθεται στο μιντέρι της με τη νύφη της την Ελεγκάκη και πίνουν το καφεδάκι τους φλυαρώντας για τις ζωές τους. Οργανώνει πολυήμερες γιορτές για τους συγγενείς και φίλους της με φαγοπότια, γέλια και πειράγματα. Ακόμα και όταν επισκέπτεται τους αγαπημένους της νεκρούς στο ελληνικό νεκροταφείο στο Μπαλουκλί μετατρέπει την επίσκεψη σε εκδρομή. Στέκεται στον ήσυχο κήπο του κοιμητηρίου και τρώει τα κεφτεδάκια της. Κάθε κεφτές και μνημόσυνο για τον κάθε νεκρό. Τα χρήματα που της στέλνει ο πλούσιος γιος του άντρα της τα δίνει για να βοηθάει όποιον έχει ανάγκη. Τόσο που δημιουργείται η φήμη ότι έχει βρει θησαυρό. Ο θησαυρός δεν είναι παρά η ανεξάντλητη καλοσύνη, η καλή διάθεση και ανάγκη για προσφορά της Λωξάντρας. Όποιος της χτυπά την πόρτα σπεύδει να τον βοηθήσει δίνοντάς του λίγο αγίασμα της Παναγίας της Μπαλουκλιώτισσας. Είτε χριστιανός. Είτε μουσουλμάνος.
Μέσα από τη ζωή της Λωξάντρας βλέπουμε τη ζωή στην Πόλη εκείνης της περιόδου. Ο υπηρέτης της είναι Αρμένιος, ο σαλεπιτζής Τούρκος, ο ακονιστής μαχαιριών Κούρδος. Κάθε εθνικότητα έχει τη συνοικία της και τα σύνορα είναι αυστηρά. Η Λωξάντρα φοβάται τους Τούρκους αξιωματούχους, αλλά όχι τους απλούς μεροκαματιάρηδες, που με κάθε ευκαιρία καλοδέχεται στο σπιτικό της κερνώντας τους σωρό καλούδια.
Στιγμιότυπα από τη μεταφορά του βιβλίου
 στην ελληνική τηλεόραση
 με τη Μπέσυ Βαλάση στο ρόλο της ζωής της
Η «Λωξάντρα» είναι ένα βιβλίο χαράς και γέλιου. Ποιά είναι όμως η πραγματικά αισιόδοξη; Η γιαγιά Λωξάντρα ή η παιχνιδιάρα συγγραφέας εγγονή της; Ή τα μαθήματα ζωής που έχει πάρει κοντά στην πληθωρική γιαγιά της είναι τέτοια που οι χαρακτήρες τους ομοιάζουν, συγκλίνουν;
Αχ οι σελίδες της Λωξάντρας τελειώνουν κι εσύ ονειρεύεσαι σαν το  Δημητρό : τη Λωξάντρα με πέπλο στο κεφάλι της και στέμμα με εφτά ακτίνες, όπως είναι η γυναικεία μορφή στα κωνσταντινάτα. Και στο αριστερό της χέρι, λέει, κρατούσε το κέρας της Αμάλθειας, απ΄όπου χύνονταν και πλημμύριζαν τον κόσμο, καρποί ξεροί και φρέσκοι, πιατέλες με μπούτια χοιρινά, αρμαθιές από τσίρους και παστουρμάδες, στακοί, καλκάνια και μύδια τσακιστά… αμάν! Τι όνειρο ήταν αυτό;

Μπερεκέτι. Μεγάλο μπερεκέτι!



To Aμερικάνικο Κολλέγιο στο Σκούταρι,
όπου φοίτησε η Μαρία Ιορδανίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου