Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015


Albert Cohen
To βιβλίο της μητέρας μου
 Εκδόσεις Καστανιώτη, 1994
 Στην εποχή που ζούμε, που οι δεσμοί ακόμα και της ελληνικής οικογένειας αρχίζουν και χαλαρώνουν, είναι μάλλον κωμικό το βιβλίο ενός εξηντάρη άντρα που θρηνεί για σελίδες και σελίδες το θάνατο της γριας μανούλας του. Όμως αυτό είναι μόνο η αφορμή για να ξεδιπλωθεί η ζωή του Albert Cohen.
 Αν κάποιος διαβάσει ένα σύντομο βιογραφικό του του δημιουργείται –εσφαλμένα – η εντύπωση ότι υπήρξε από τους ευνοημένους κοινωνικά και οικονομικά αστούς. Κι όμως...
Γεννήθηκε σε ευνοϊκό περιβάλλον, στην Κέρκυρα το 1895, σε εβραική οικογένεια, με πατέρα έμπορο σαπουνιών και παπού ραβίνο της τοπικής συναγωγής. Όμως από την Κέρκυρα έφυγαν όταν ο Αλμπέρ ήταν μόλις πέντε ετών. Όχι διωγμένοι από κάποιο πογκρόμ ή κυνηγημένοι. Ήταν το διάστημα που είχε βρεθεί βίαια σφαγμένο ένα κορίτσι χριστιανικής οικογένειας και είχαν διαδοθεί φήμες ότι η εβραική κοινότητα κρυβόταν πίσω από τη δολοφονία. Το αντισημιτικό κλίμα στο νησί περνούσε περίοδο έξαρσης. Οι Κοέν αποφάσισαν να φύγουν για την Ευρώπη για να εξασφαλίσουν στο παιδί τους ένα καλύτερο μέλλον. Η επιλογή της Μασσαλίας έγινε χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Δεν είχαν φίλους ή γνωστούς εκεί, δεν ήταν σίγουρο ότι οι γονείς θα έβρισκαν δουλειά και δεν μιλούσαν καθόλου τη γλώσσα.
 Μέσα από τα μάτια του μικρού Κοέν βλέπουμε πως είναι να μεγαλώνεις μετανάστης-ξένος στη Γαλλία του 1900. Γιατί είναι πολύ εύκολο για όλους μας να δηλώνουμε "Je suis Charlie", όταν δεν έχουμε υπάρξει ούτε στιγμή "Albert". Οι γονείς του, πρώτης γενιάς μετανάστες, δεν καλομιλάνε τη γλώσσα. Γίνονται εύκολο θύμα απάτης στα χέρια αετονύχηδων Γάλλων απατεώνων. Στη γαλλική κοινωνία δεν ενσωματώθηκαν ποτέ και μεταξύ τους συνέχιζαν να μιλούν στη βενετσιάνικη διάλεκτο των Εβραίων της Κέρκυρας. Ζουν ζωή μετρημένη, αλλά για το μοναχογιό τους ονειρεύονται τα καλύτερα.

Το βιβλίο Belle du seigneur μεταφέρθηκε
 σε ταινία με πρωταγωνιστές τους
πολύ φωτογενείς
 Jonathan Rhys Meyers και Natalia Vodianova


Κι όμως, αν και ο Αλμπέρ πηγαίνει στα καλύτερα σχολεία, δεν αποφεύγει το “βλέμμα” που όλοι ρίχνουμε στο διαφορετικό. Οι δασκάλες καλόγριες που τον κοιτούν με γνήσια θλίψη: “Τόσο όμορφο! Τόσο ευγενικό! Κρίμα που είναι Εβραίος”. Οι συμμαθητές του που κοροιδεύουν τη μεσογειακή του αφέλεια και την ανάγκη του να γίνει αποδεκτός και “δέχονται” τα χρυσά μαχαιροπίρουνα που τους χαρίζει. Με την τόσο κακή προφορά του είναι σίγουροι ότι  δεν θα καταφέρει και πολλά πράγματα στη ζωή του.Φυσικά είναι πολύ ευχάριστη διάψευση που ο Cohen καταφέρνει όχι απλά να σπουδάσει στη Νομική της Γενεύης, να εργαστεί σαν υψηλόβαθμο στέλχος της Κοινωνίας των Εθνών, αλλά και να ασχοληθεί με μεγάλη επιτυχία με τη λογοτεχνία. Το βιβλίο του La belle du seigneur κέρδισε το μεγάλο βραβείο μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας, ενώ δεν φαίνεται να χάνει τη διαχρονικότητα των μηνυμάτων του, αφού πρόσφατα έγινε και η μεταφορά του σε ταινία. Και αυτή ακριβώς είναι η επιτυχία της μεταναστευτικής πολιτικής της Γαλλίας των αρχών του αιώνα Το πως καταφέρνει να ενσωματώνει τους μετανάστες στην κοινωνία της, να τους χαρίζει γαλλική εθνική συνείδηση και να τους μετατρέπει σε μέλη που την κάνουν υπερήφανη.

O Cohen, μαθητής, με τον ισόβιο φίλο του
και συνοδοιπόρο του στις λογοτεχνικές
αναζητήσεις Marcel Pagnol
 Βέβαια στην περίπτωση του Κοέν δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιον μισαλλόδοξο τζιχαντιστή μετανάστη, που αρνείται να γίνει υγιές κομμάτι της κοινωνίας στην οποία καλείται να ζήσει. Το αντίθετο.
Ο Cohen με την κόρη του Myriam
Η δεύτερη γυναίκα του Cohen, Marianne Goss,
την οποία παντρεύτηκε όταν η πρώτη του
γυναίκα πέθανε πολύ νεά από καρκίνο.

Τα κυριακάτικα απογεύματα Albert και μητέρα Κοέν κάνουν βόλτα στην παραλία. Κανείς δεν τους πλησιάζει. Κι εκείνοι είναι πολύ ντροπαλοί για να δείξουν πόση ανάγκη έχουν λίγη παρέα. Τρώνε ήσυχοι και μελαγχολικοί το γλυκό τους κρυφακούγοντας τις συζητήσεις από τα διπλανά τραπέζια. Αυτό που έχουν όμως είναι σημαντικότερο από την οποιαδήποτε παρέα. Έχουν ο ένας τον άλλο. Ένα πολύ ισχυρό δέσιμο, μια συνενοχή ανθρώπων που αγαπιούνται βαθιά. Από ένστικτο αυτή η αμόρφωτη γυναίκα, η μάνα Κοέν, κάνει εκείνο που συστήνουν όλοι οι σύγχρονοι παιδοψυχολόγοι: αποδέχεται το παιδί της. Και αν ο Κοέν κατάφερε στη ζωή του να ξεφύγει από το αίσθημα του μετανάστη, του Εβραίου πρόσφυγα, του παρία, και να διαπρέψει ήταν χάρη στην απεριόριστη αγάπη με την οποία τον περιέβαλε και στην αυτοπεποίθηση που του γέννησε. Ο Κοέν στο βιβλίο αυτό θυμάται τη μητέρα του, τις ωραίες και τις λιγότερο ωραίες στιγμές που περάσανε μαζί. Θρηνεί για την απώλειά της, για τις ώρες εκείνες που διάλεξε να περάσει σε γυναικείες αγκαλιές, αφήνοντας τη μάνα να περιμένει την επιστροφή του στο σπίτι. Νιώθει τύψεις για όσες φορές ντράπηκε για την ξενική προφορά της, για την εμφάνισή της, για τις φωνές που της έβαλε όταν τόλμησε να τον αναζητήσει στα αριστοκρατικά σπίτια που ήταν καλεσμένος. Από τη χρονική απόσταση που τον χωρίζει από το τότε μπορεί και βλέπει ότι ενήργησε με επιπολαιότητα. Απέρριψε τη μητέρα του για να γίνει αρεστός σε κοσμικές παρέες και συντροφιές. Την απόλυτη αγάπη για πρόσκαιρες αγκαλιές. Ευτυχώς που η μάνα του Κοέν, όπως και οι μανάδες όλου του κόσμου και όλων των εποχών έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: απέναντι στα παιδιά τους στερούνται παντελώς εγωισμού. Όλα συγχωρούνται, όλα ξεχνιούνται, όλα απωθούνται. Και στο τέλος το μόνο που μένει είναι η αγάπη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου