Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

«Stefan Zweig»
Catherine Sauvat
Εκδόσεις Κασταλία 2006
Μετάφραση: Άννυ Καλυβά

 Τελειώνοντας το «Ο κόσμος τους χθες» του Stefan Zweig μια λέξη ερχόταν και ξαναερχόταν στο μυαλό μου : Μετριοφροσύνη. Πραγματική και ουσιαστική μετριοφροσύνη.
Ο πιο πολυμεταφρασμένος, αναγνωρίσιμος γερμανόφωνος συγγραφέας της εποχής του αποφασίζει να γράψει έναν απολογισμό της ζωής και του έργου του και καταλήγει να γράψει 587 σελίδες όπου μαθαίνουμε για τη Βιέννη των χρόνων του, για τους διάσημους φίλους του, για τους δύο παγκόσμιους πολέμους που έζησε, αλλά τίποτα για τον ίδιο. Ήταν παντρεμένος; Είχε παιδιά; Ποια η σχέση του με τους γονείς του; Ήταν δυνατό να έχει μόνο αισθήματα άκρατου θαυμασμού και αγάπης για όλους αυτούς τους διανοούμενους φίλους και συνεργάτες; Είναι έτοιμος να τερματίσει τη ζωή του και δεν έχει καμία πικρή κουβέντα για κανέναν παρά μόνο για τον Χίτλερ και το τυραννικό καθεστώς του;
το βλέμμα του άνευ όρων θαυμαστή προς τον Ροθ
                                                       
 Ήταν ξεκάθαρο ότι έπρεπε να διαβάσω τη βιογραφία της Catherine Sauvat για να μάθω.
Η μεγάλη του τύχη ήταν ότι γεννήθηκε στη Βιέννη, όταν ήταν στην απόλυτη ακμή της. Πρωτεύουσα της ισχυρής αυτοκρατορίας των Αψβούργων και συνάμα πρωτεύουσα της τέχνης και του πολιτισμού. Αυτοκράτορες είναι οι νέοι-όμορφοι-φιλότεχνοι Φραγκίσκος Ιωσήφ και Σίσσυ. Όμως όσο ο Ιωσήφ γερνά και η Σίσσυ ταξιδεύει σε όλη τη γη για να ξεχάσει το θάνατο του γιου της Ροδόλφου και να μείνει όσο το δυνατό πιο μακριά από την καταπιεστική βιεννέζικη αυλή, η αυτοκρατορία αρχίζει να αποδυναμώνεται από επαναστάσεις και διεκδικήσεις για δημιουργία εθνικών κρατών. Αυτό δεν επηρεάζει τη ζωή των Βιεννέζων. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος τους βρίσκει να χορεύουν βαλς, να πηγαίνουν καθημερινά στην όπερα και να συζητούν στα πολυάριθμα καφέ τους για ζωγραφική, λογοτεχνία, θέατρο.
ο γόης Zweig
 Όχι βέβαια όλοι οι Βιεννέζοι. Μόνο εκείνοι που έχουν λύσει τα βιοτικά τους προβλήματα και έχουν την πολυτέλεια να ασχοληθούν με την τέχνη. Και ο Zweig έχει αυτή την πολυτέλεια : είναι γιος, και μάλιστα δευτερότοκος, πλούσιων Εβραίων εμπόρων και τραπεζιτών. Όλες οι προσδοκίες για ανάληψη των οικογενειακών επιχειρήσεων φορτώνονται στον μεγαλύτερο αδελφό του, ενώ ο ίδιος είναι ελεύθερος να ασχοληθεί με εκείνο που τον συναρπάζει : το λόγο.
   
 Ξεκινά να γράφει από πολύ μικρή ηλικία, ποιήματά του δημοσιεύονται στα πιο έγκυρα έντυπα της Βιέννης και θεωρείται ένα παιδί-θαύμα. Σε αντίθεση όμως με την συνήθως απογοητευτική κατάληξη των παιδιών-θαυμάτων ο Zweig δεν θα πάψει ποτέ να «έχει επιτυχία». Γράφει σχεδόν τα πάντα : ποίηση, λιμπρέτα, θέατρο, διηγήματα, μυθιστορήματα, κριτική, μονογραφίες, και φυσικά (άλλος ένας mad4biographies) βιογραφίες. Αποτελεί υπόδειγμα πολυγραφότατου λόγιου που συνάμα εκτελούσε χρέη μάνατζερ του εαυτού του πετυχαίνοντας μεγάλες αμοιβές και χρυσά συμβόλαια, ελέγχοντας με λογιστική ακρίβεια τις μεταφράσεις των έργων του και τα δικαιώματά του. Λογοτέχνης και φοροτεχνικός. Αλλά κυρίως μεγάλος μετρ των δημοσίων σχέσεων. Ήξερε όποιον άξιζε να γνωρίζει κανείς στην εποχή του. Φρουντ, Ρολάν, Βεράρεν, Ρίλκε, Έσε, Σνίτσλερ, Ροντέν, Βέφλερ, Τόμας Μαν, Στράους.
       
 Σε όλη αυτή την επιτυχία όμως υπάρχει μια παραδοξότητα : ο Zweig φαίνεται κατάπληκτος από την ανταπόκριση που έχουν τα έργα του. Έχει το άγγιγμα του Μίδα με ό,τι κι αν καταπιάνεται, αλλά παραμένει ταπεινός και προσγειωμένος, πιστεύοντας ότι δεν θα διαρκέσει για πολύ ή ότι οφείλεται σε σύμπτωση. Λίγο πριν θέσει τέρμα στη ζωή του είναι ξεκάθαρο ότι καθόλου δεν εκτιμά τον λογοτέχνη στον οποίο έχει εξελιχτεί. Νιώθει ότι «πήρε τη ζωή του λάθος». Αλλά είναι 60 χρονών και νιώθει πολύ βαρύς για «ν΄ αλλάξει ζωή». Πέφτει σε κατάθλιψη.
Αν η κατάθλιψη ή αυτή η κρίση μέσης ηλικίας τον είχαν χτυπήσει σε ειρηνική περίοδο, στο σπίτι του στο Salzburg, στην καρδιά της αγαπημένης του Ευρώπης και ανάμεσα σε φίλους, και όχι στη μακρινή Βραζιλία, διωγμένο από την αντισημιτική χιτλερική πολιτική, ίσως ο Zweig να είχε ζήσει μέχρι τα βαθιά γεράματα. Άλλωστε η πρώτη γυναίκα του, η Friderike, έλεγε ότι πάντα τον κατέτρεχαν σκέψεις θανάτου και έντονη απαισιοδοξία. Όμως εκείνη λειτουργούσε πάντα εξισορροπιστικά. Είχε αναλάβει έναν ιδιότυπο ρόλο συζύγου-μητέρας-γραμματέως-φύλακα-αγγέλου.
Stefan και Friderike
                                                     
 Όταν o Zweig γνώρισε την Friderike εκείνη ήταν μια ώριμη δημοσιογράφος σε διάσταση με το σύζυγό της και με δύο κόρες. Εκείνος ήταν ένας καταξιωμένος συγγραφέας που απολάμβανε να ζει σε απόλυτη ελευθερία. Ταξίδευε σε όλο τον κόσμο. Είχε σχέσεις –«επεισόδια» όπως τα ονόμαζε- με πολλές γυναίκες. Το διάστημα που προβληματιζόταν για το αν έπρεπε να προχωρήσει σε γάμο με τη Friderike ζούσε μια σχέση πάθους με μια γαλλίδα καπελού, τη Marcel, η οποία ήταν και έγγυος στο παιδί του. Όμως ο Zweig ήταν πάνω απ΄όλα άνθρωπος του καθήκοντος και του μέτρου, απόλυτα αφοσιωμένος στο γράψιμό του και στο έργο του. Μεταξύ των δυο γυναικών η Friderike ήταν εκείνη που του εξασφάλιζε την απαραίτητη ανεξαρτησία που χρειαζόταν για να εργαστεί. Και πραγματικά δεν πρόδωσε ποτέ το μεταξύ τους άτυπο συμβόλαιο. Έκανε τα πάντα για να κρατά μακριά τους οποιουσδήποτε περισπασμούς από το έργο του, αναλάμβανε ακόμα και το ρόλο εργολάβου για το σπίτι στο Salzburg, δεν τον εμπόδισε να ταξιδεύει όπως και πριν, δεχόταν αδιαμαρτύρητα περιγραφές των «επεισοδίων» του. Πιο πολύ σύντροφος παρά ερωμένη.
Stefan και Lotte
                                                       
 Στον αντίποδά της η Lotte, η δεύτερη γυναίκα του, η οποία ξεκίνησε ως η νεαρή γραμματέας του, αποτέλεσε την ελπίδα ανανέωσης που ζητούσε ο μεσήλικας Zweig. Όμως αποδείχτηκε φιλάσθενη και, σε αντίθεση με τη Friderike, απόλυτα υπάκουη στις διαθέσεις και επιθυμίες του. Σε σημείο που, όχι μόνο δεν προσπάθησε να αποτρέψει, αλλά και ακολούθησε αυτόν στο θάνατο.
Αμέσως μετά την αυτοκτονία του το όνομά του περιέρχεται στη λήθη. Άλλοι γερμανόφωνοι σύγχρονοί του, όπως ο Mann, δεν παύουν να μνημονεύονται (γίνονται ακόμα και λήμμα σε σταυρόλεξα), ενώ εκείνος όχι. Σαν οι εκδότες και αναγνώστες του να του θύμωσαν γι΄ αυτή την πράξη δειλίας και να του γύρισαν την πλάτη.
 Μέχρι που με αφορμή μια ταινία του 2014, το «The Grand Budapest Hotel», και μια δήλωση του σκηνοθέτη της Wes Anderson, ότι πηγή έμπνευσής του αποτέλεσαν τα βιβλία του Zweig, η Ευρώπη τον ξαναθυμάται, πλήθος βιβλίων του επανεκδίδονται και ετοιμάζονται μεταφορές αυτών σε ταινίες. Εβδομήντα χρόνια σχεδόν μετά το θάνατό του ο κόσμος τον ξανανακαλύπτει με νοσταλγία, αλλά και με την ίδια σχεδόν θέρμη. Η υψηλή εμπορικότητά του τότε του είχε στερήσει τον τίτλο του συγγραφέα υψηλής λογοτεχνίας. O Michael Hoffmann είχε πει ότι ήταν «η Pepsi της Αυστριακής γραφής». Ακόμα και φίλοι του σιγοψιθύριζαν ότι τα βιβλία του ήταν βαθυστόχαστες ψυχαναλύσεις γραμμένες με ύφος λυρικό.
Κι όμως. Όποιος τον διαβάσει συναντά έναν βιρτουόζο της γραφής. Βιβλία φαινομενικά ελαφρά, «εύκολα», βατά. Σαν να γράφτηκαν μέσα σε μια νύχτα έμπνευσης. Μόνο όμως μέσα από βασανιστικό γράψιμο και άλλο τόσο σβήσιμο μπορεί να βγει ένα τόσο ευκολοδιάβαστο αποτέλεσμα. Μόνο έτσι επιτυγχάνεται αυτή η ατμοσφαιρική, υπνωτιστική και εθιστική γραφή, που θέλεις να ακολουθείς ανεξάρτητα από το θέμα που επιλέγεται κάθε φορά να γραφτεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου