Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Ερωτευμένος Ελύτης-Φίλιππος Φιλίππου

ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΕΛΥΤΗΣ
Φίλιππος Φιλίππου
Εκδ. Ψυχογιός 2011


Ξεκίνησα να διαβάζω τον «Ερωτευμένο Ελύτη» γιατί καιρό τώρα μου προξενούσε ενδιαφέρον ο συσχετισμός του Ελύτη με την Κέρκυρα, τον τόπο που ζω τα τελευταία χρόνια. Κι ενώ περίμενα πως είχα να κάνω με μια λογοτεχνική βιογραφία, βρέθηκα μπροστά σε  ένα ιδιότυπο αστυνομικό μυθιστόρημα. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης δεν σταμάτησα στιγμή να σκέφτομαι «Ερωτεύτηκε ο Ελύτης την Έλενα Βεντούρα;»  Ήθελα να φτάσω όσο το δυνατό πιο γρήγορα στη λύση του αστυνομικού προβλήματος. Έτσι λοιπόν κατέληξα να κυκλοφορώ με το βιβλίο αυτό όπου και αν πήγαινα. Σε γραφεία, σε προθαλάμους φροντιστηρίων, σε γήπεδα, σε κομμωτήρια. Με εντυπωσίασε ότι πολλοί κρυφοκοίταζαν το βιβλίο μου και οι πιο τολμηροί δεν δίσταζαν να με ρωτήσουν «Είναι καλό; τι λέει για τον Ελύτη;» Και τότε κατάλαβα πως ο Φίλιππος Φιλίππου συνέλαβε ένα θέμα που, ας μου επιτραπεί η λαϊκή έκφραση, αλλά εκφράζει όσο καμιά άλλη αυτό που συμβαίνει, ένα θέμα που «πουλάει». Σε μια εποχή που ακόμα και μαθητές του δημοτικού γνωρίζουν το όνομα του Ελύτη και σίγουρα έχουν τραγουδήσει κάποιο στίχο του σε σχολικές γιορτές, οι περισσότεροι από εμάς δεν ξέρουμε απολύτως τίποτα για τον άνθρωπο Ελύτη.

O Φίλιππος Φιλίππου είναι από τους συγγραφείς που είναι γνωστός για τα αστυνομικά του βιβλία και τις βιογραφίες του, αλλά και ιδιαίτερα αγαπητός στο κερκυραϊκό αναγνωστικό κοινό. Και όχι μόνο επειδή έχει γεννηθεί στην Κέρκυρα, όπως δεν αμελεί να τονίσει σε όλα τα βιογραφικά σημειώματα που συνοδεύουν τα βιβλία του. Αλλά κυρίως γιατί την επισκέπτεται πολύ συχνά, είτε για να συναντήσει συγγενείς και φίλους, είτε για να παρουσιάσει τα βιβλία του, είτε για να τη μελετήσει ως πρωταγωνίστρια σε κάποιο βιβλίο του. Και στον «Ερωτευμένο Ελύτη» έχω την αίσθηση ότι ο Ελύτης δεν είναι ούτε πρωταγωνιστής ούτε ερωτευμένος. Ο πρωταγωνιστής είναι το νησί της Κέρκυρας και η ζωή σε αυτό την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά. Ο ερωτευμένος δε δεν είναι άλλος από τον ίδιο το συγγραφέα, που φαίνεται να ζει έναν έρωτα διαρκείας με το νησί που γεννήθηκε. Ίσως επειδή δεν ζει σε αυτό ώστε η καθημερινότητα και η ρουτίνα να σβήσουν το θαυμασμό για αυτό.

Διαβάζοντας λοιπόν τον «Ερωτευμένο Ελύτη» εκείνο που μου προξένησε το ενδιαφέρον ήταν ότι πρόκειται για ένα βιβλίο ανένταχτο. Ακροβατεί μεταξύ δημοσιογραφικής γραφής και λογοτεχνίας, φλερτάρει με το αστυνομικό μυθιστόρημα, πολλές φορές και με τη λύση μαθηματικού προβλήματος. Η σκέψη του συγγραφέα μοιάζει πολύ συχνά με σκέψη μαθηματικού. Ξεκινάει από το τεκμήριο της παραμονής ενός από τους μεγαλύτερους ποιητές της σύγχρονης Ελλάδας, του Ελύτη, στο νησί της Κέρκυρας για εννιά μήνες. Ο ποιητής ως υποψήφιος έφεδρος αξιωματικός αναγκάστηκε να παραμείνει «απομονωμένος επάνω στο Φρούριο» της Κέρκυρας (αυτή είναι μια έκφραση που ο ίδιος χρησιμοποιεί στα «Ανοιχτά χαρτιά») από το Γενάρη ως τον Σεπτέμβριο του 1937. Η εποχή είναι ταραγμένη. Δικτατορία του Μεταξά. Μια Ευρώπη που βράζει, παραμονές του παγκοσμίου πολέμου που σε λίγο θα ξεσπάσει. Ο Ελύτης υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία μοιράζοντας το χρόνο του ανάμεσα στις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και τις κοινωνικές συναναστροφές. Συναντιέται με εκπροσώπους της πνευματικής ελίτ της εποχής, τον Ντάρελ, τον Καραγάτση, τον Εμπειρίκο. Διασκεδάζει με τον φίλο του Ευάγγελο Λουιζο σε κερκυραϊκά στέκια, που οι πιο παλιοί ίσως και να θυμούνται. Φλερτάρει με νεαρές αριστοκράτισσες σε χοροεσπερίδες. Τίποτα δεν μαρτυρά ότι η πολιτική κατάσταση τον προβληματίζει, πολύ περισσότερο ότι ενεργεί πολιτικά. Ο Ελύτης ήταν πάντα άνθρωπος αφοσιωμένος στην ποίηση και «δοσμένος εις τας ηδονάς» όπως λέει κι ο Καβάφης. Η πολιτική δεν υπήρξε ποτέ μέσα στα ενδιαφέροντά του. Ήταν πιθανόν υπέρμαχος αυτού που ο φίλος του Νίκος Γκάτσος έλεγε ότι οι ποιητές πρέπει να μένουν μακριά από την πολιτική ώστε να μπορούν να τοποθετούνται κριτικά απέναντί της και να επισημαίνουν τα κακώς κείμενα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν ο Φιλίππου αναζητά τα αποτελέσματα της υπόθεσης (πολλές φορές και λίγο εκβιαστικά) η παραμονή του Ελύτη στην Κέρκυρα να μην ήταν ένα διάστημα εγκλεισμού και καταναγκασμού, αλλά ένα διάστημα που εκείνος το μετέτρεψε σε γόνιμο και εξαιρετικό, το αξιοποίησε για να δημιουργήσει γνήσιες φιλίες, να ερωτευτεί, να εμπνευστεί κάποια ποιήματά του, μια εμπειρία που δεν ξέχασε ποτέ και που επηρέασε την μετέπειτα ζωή του και το έργο του.

Ξεκινάει μια έρευνα καθαρά δημοσιογραφική. Μου δίνεται η εντύπωση ότι επιλέγει να έρθει στην Κέρκυρα την ίδια εποχή που ήρθε και ο Ελύτης. Χειμώνα. Αγνοεί τα πολυτελή ξενοδοχεία του νησιού. Προτιμά  ένα  ξενοδοχείο παλιό και ιστορικό, που ακόμα και την εποχή του Ελύτη λειτουργούσε ως τέτοιο, το «Κωνσταντινούπολις». Μέσα σε αυτό το σκηνικό σαν από ταινία του Βισκόντι ένας συγγραφέας, που υποψιάζομαι ότι θα ήθελε να είναι και αστυνομικός ερευνητής ή δημοσιογράφος,  ξεκινάει να περπατάει πάνω στα βήματα που κινήθηκε ο Ελύτης. Και όταν λέω περπατάει δεν το λέω από λογοτεχνική διάθεση. Ο Φιλίππου πραγματικά περπατάει στους ίδιους δρόμους που έκανε την απογευματινή του βόλτα ο Ελύτης, μας τους ονοματίζει έναν προς έναν. Και αυτό είναι ένα χάρισμα του Φιλίππου.  Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς δεν είναι καθόλου μυστικοπαθής. Δεν κρύβει τίποτα από την κουζίνα του συγγραφέα. Όπως είναι σήμερα τα μοντέρνα εστιατόρια, που οι σεφ προετοιμάζουν τα πιάτα πίσω από γυάλινο διαχωριστικό, ώστε οι πελάτες να συμμετέχουν, έτσι και ο Φιλίππου μας αποκαλύπτει όλα τα βήματα της έρευνάς του, τις κουβέντες του με τους ανθρώπους που συνάντησαν τον Ελύτη στην Κέρκυρα, τις σκέψεις και τις αντιδράσεις του καθώς συσσωρεύει όλο και περισσότερες πληροφορίες  για τους εννιά μήνες του Ελύτη στο νησί.

Ο μη Κερκυραίος αναγνώστης ενδεχομένως θα προσπεράσει γρήγορα τις παραγράφους με τις αναλυτικές περιγραφές των διαδρομών. Για εμάς όμως που ζούμε στο νησί και ξέρουμε τι θα πει χειμώνας στην Κέρκυρα η εικόνα έρχεται σχεδόν αυτόματα : μαύρος ουρανός, περπάτημα πάνω σε φύκια που το κύμα έχει πετάξει στην παραλιακή της Γαρίτσας ή στα Μουράγια και στο τέλος καφές στον «Μαύρο Γάτο». Είναι αλήθεια ότι η θέα από το «Μαύρο Γάτο» έχει αλλάξει πολύ από την περίοδο του μεσοπολέμου. Εκεί που σήμερα είναι μια ήσυχη πλατεία, προπολεμικά ήταν η καρδιά της πόλης. Ο Μαρκάς, το λιμάνι, το Ταχυδρομείο, ήταν όλα πόλος έλξης ανθρώπων, εμπορευμάτων , πλοίων και βουής. Ο Ελύτης όταν πίνει τον καφέ του στο «Μαύρο Γάτο» δεν ρεμβάζει το Βίδο και το πέλαγος ονειρευόμενος στίχους για την Έλενα, αλλά αντικρίζει το πιο πολύβουο, το πιο εμπορικό κομμάτι της.

 Ο Φιλίππου, με οδηγό τα ποιήματα του Ελύτη, τις συναντήσεις του με ανθρώπους που γνώρισαν τον νεαρό Έφεδρο αξιωματικό και το τοπίο της Κέρκυρας που, με εξαίρεση τα Μουράγια, λίγο έχει αλλάξει από τότε, ανασυνθέτει τη ζωή του στο νησί αυτούς τους εννιά μήνες. Μέσα από την έρευνα αυτή γνωρίζουμε έναν Ελύτη πριν γίνει ο Ελύτης. Έναν όμορφο νεαρό, γόνο οικογένειας βιομηχάνων, με καλλιτεχνικές ανησυχίες, που ξέρει να διασκεδάζει, να κυνηγά τον έρωτα, αλλά και την Τέχνη. Ο Ελύτης δεν είναι ο μετέπειτα απόμακρος νομπελίστας ποιητής που προσπαθεί να διαφυλάξει τη φήμη του από τη δημοσιότητα, που ελάχιστα μιλάει για τον εαυτό του σε συνεντεύξεις, που τα ποιήματά του τραγουδιούνται από το πανελλήνιο και διδάσκονται σε σχολικά εγχειρίδια. Ο Ελύτης στο βιβλίο αυτό έχει ανθρώπινη διάσταση. Είναι ακόμα ο Οδυσσέας Αλεπουδέλλης. Ο νέος άντρας που οι Κερκυραίες  κοιτούν να περνά με τη στολή του έφεδρου αξιωματικού στα καντούνια τους και αναστενάζουν. Κι εκείνος ερωτοτροπεί με όλες. Νεαρές αρχόντισσες, κόρες κηπουρών, ζωηρές Αγγλίδες. Με ονόματα ιδιαίτερα, ξεχασμένα από το χρόνο. Κύνθια, Μαρή, Ροζίνα, Ρωξάννη, Νάνσυ. Αλλά εκείνη για την οποία γράφει ποιήματα δεν έχει παρά ένα όνομα συνηθισμένο. Ελένη.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου ο Ελύτης και η Έλενα περνούν σε δεύτερο ρόλο και τον πρωταγωνιστικό παίρνει η Κέρκυρα της εποχής. Οι αρχοντικές οικογένειες : Οι Καρτάνοι, οι Ασπιώτηδες, οι Παλατιανοί, οι Θεοτόκηδες. Μια χοροεσπερίδα σε κτήμα στα Γουβιά, η Βίλλα Ρόσσα κατοικημένη και όχι ερημωμένη όπως τη βλέπουμε εμείς σήμερα, ένα φιλί ανάμεσα σε έναν άντρα και μια κοπέλα πίσω από τους θάμνους να αποτελεί σκάνδαλο και θέμα συζήτησης σε κοινωνικές συνεστιάσεις. Καναρίνια και Αντρανίκ. Καυγάδες για τα μάτια μιας Ρωσίδας τραγουδίστριας. Λιτανεία του Αυγούστου. Ο νεαρός Ελύτης να βρίσκει ευκαιρία μέσα στην κοσμοσυρροή να χαϊδέψει μια κοπέλα, να την αφήσει άγρυπνη..

Χαρακτηριστική είναι η σκηνή της συνάντησης του συγγραφέα με τη γηραιά αρχόντισσα Ρωξάννη Καρτάνου. Φοράει πράσινα δαντελένια ρούχα, κάθεται σε βελούδινη πολυθρόνα, καπνίζει αρωματικά τσιγάρα που βγαίνουν από ταμπακέρα. Γνήσια εκπρόσωπος της τάξης της και της γενιάς της, αντικατοπτρίζει όλους αυτούς που συνάντησε ο Ελύτης το 1937 στην κερκυραϊκή αριστοκρατία. Φιλαρέσκεια, ελιτισμός, κοσμοπολιτισμός. Όταν ο Φιλίππου τη ρωτά για μια άλλη γυναίκα, την Έλενα Βεντούρα, του απαντά σαν πεισμωμένο παιδί: «Δεν ξέρω. Τώρα μιλάμε για εμένα».


Η γλώσσα του Φιλίππου δεν θα κουράσει κανέναν. Πιστός στο ύφος ενός αστυνομικού μυθιστορήματος η γλώσσα του είναι απλή, κατανοητή, το ύφος δωρικό. Στόχος του συγγραφέα είναι το μυαλό του αναγνώστη να δεθεί στην πλοκή του αφηγήματος και όχι σε περίτεχνες λογοτεχνικές εκφράσεις ή πολύπλοκες και δαιδαλώδεις σκέψεις. Και αν θα συνιστούσα σε κάποιον να το διαβάσει είναι γιατί, αν και αποτελεί βιβλίο που αφορά στην ποίηση και την τέχνη, πρωτίστως είναι ένα βιβλίο ξεκούραστο και ανάλαφρο, σαν ένα ταξίδι αναψυχής σε μια περασμένη αθώα εποχή.

Κλείνοντας θα διαβάσω αυτό που συγκράτησα από το βιβλίο και που ζώντας στην Κέρκυρα το βλέπω να επιβεβαιώνεται καθημερινά. Γράφει κάπου ο συγγραφέας: «Είναι παράξενο πως σ΄ αυτήν την πόλη πλάθονται οι φήμες από το τίποτα» Πως πλάθονται; Από κάποια δήθεν αδιάφορη κουβέντα, από παράθυρο σε παράθυρο την ώρα που οι νοικοκυρές απλώνουν τη μπουγάδα, από φλιτζάνι σε φλιτζάνι την ώρα του απογευματινού καφέ, από σώμα σε σώμα τη στιγμή που έχουν ολοκληρωθεί οι περιπτύξεις, από πλήξη όταν η  βροχή  κλείνει τους ανθρώπους στα σπίτια, από τη φαντασία όταν γλιστράει στα βρεγμένα καντούνια. Οι φήμες ξεφεύγουν από τα στόματα και οργιάζουν. Πληθαίνουν, απλώνονται, έρπουν και τέρπουν. Μερικές φορές τις αρπάζουν οι συγγραφείς και τις κάνουν λογοτεχνία.» μια φράση που συνοψίζει όλη την προσπάθεια του συγγραφέα. Πώς να κάνει κανείς τις απλές φήμες λογοτεχνία….
                                                                          





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου